καθωμιλημένως

καθωμιλημένως
καθωμιλημένως (Μ)
επίρρ. με τη γλώσσα που μιλάει ο λαός, κατά τη λαϊκή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-ωμιλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καθομιλῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθωμιλημένως — καθωμῑλημένως , καθομιλέω conciliate by daily intercourse perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”